- γυμνοσάλιαγκας
- ο και γυμνοσάλιαγκος, ο σαλιγκάρι χωρίς όστρακο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γυμνοσάλιαγκας — και γυμνοσάλιαγκος, ο σαλίγκαρος χωρίς όστρακο … Dictionary of Greek
λιμακίδες — (limacidae). Οικογένεια γαστεροπόδων σαλιγκαριών της τάξης των ευθυνεύρων που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ατροφικού οστράκου ή την παντελή απουσία του. Πρόκειται για μαλάκια με επίμηκες σώμα, μήκους 2 έως 20 εκ., ανάλογα με το είδος, που… … Dictionary of Greek
βουρβουλάς — ο [βουρβούλα] γυμνοσάλιαγκας … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek
λείμαξ — (I) η (Α λείμαξ, ακος) γαστερόποδο πνευμονοφόρο χερσόβιο μαλάκιο, ο γυμνοσάλιαγκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λείμ αξ εμφανίζει θ. λειμ , που ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή *lei m τής ΙΕ ρίζας *lei «βλεννώδης» και επίθημα αξ, ακος (πρβλ. σκύλ αξ). Η λ.… … Dictionary of Greek
σαλιγκάρια — Κοινό όνομα των πνευμονοφόρων χερσαίων γαστερόποδων, που είναι προικισμένα με ελικοειδές όστρακο (οικογένεια Ελικιδών) και ανήκουν στο γένος έλιξ (helix) και σε συγγενή γένη που περιλαμβάνουν πολλά είδη. Το όστρακο είναι ευρύ και γενικά… … Dictionary of Greek